τιαρέλ(λ)α

τιαρέλ(λ)α
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών με όρθιο λεπτό βλαστό, τα οποία είναι ιθαγενή τών εύκρατων περιοχών τής Βόρειας Αμερικής και ένα είδος ιθαγενές τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tiarella < λατ. tiara < τιάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”